Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Ο Θοδωρής Βοριάς έγραψε γιά το βιβλίο "Η ζωή είναι εδώ"

Έπιασες κάποιους τύπους της ελληνικής κοινωνίας κι έχτισες μια ιστορία που αντικατοπτρίζει τα σύγχρονα αστικά αδιέξοδα που βιώνουμε.


Οι ερωτικές σκηνές υπήρξαν τα καθοριστικά σημεία της ιστορίας, ιδιαίτερα οι στιγμές στο ξενοδοχείο που προέκυψαν από τη διαδικτυακή γνωριμία δυο αγνώστων…

Κατάφερες να πιάσεις την κίνηση, την ατμόσφαιρα, τους παλμούς της καρδιάς τους, την άπληστη περιέργεια του αναγνώστη και να τα δέσεις όλα αυτά σε κείμενο. Θα έλεγα πως ο αναγνώστης από το σημείο εκείνο και ύστερα δικαιούται να ταυτίζει την Bianca με την συγγραφέα του έργου, έτσι κι αλλιώς είναι δικαίωμά του.


Οι διαδικτυακοί διάλογοι στο κείμενο σίγουρα θα θυμίζουν σε πολλούς κάπως παλαιότερους την πρώτη επαφή με το διαδίκτυο, τις πρώτες διαδικτυακές γνωριμίες μιας και τότε δεν ήταν ακόμα τόσο διαδεδομένο και υπήρχε κάτι το μυστηριώδες πίσω από την ανωνυμία γιατί ποιος διέθετε τότε κάμερα κλπ.


Το σημείο της μεγάλης αγωνίας του Nero υπήρξε η φυσική αρχή του επιλόγου, κι εκεί έπιασες την αγωνία του και αυτή του αναγνώστη, έπιασες ακόμη το βαρύ νυχτερινό τοπίο, καθήλωσες την προσοχή μας σε μικροήχους και μικροκινήσεις κάτι που το παθαίνουμε συχνά όταν έχουμε πυρετό. Οι εμμονές του Nero στο σημείο εκείνο προκαλούν στον αναγνώστη παράξενα συναισθήματα. Η κατάσταση του Nero ξεθάβει παλιές ενοχές κι αγωνίες των αναγνωστών -βρίσκει εύκολα κανείς τέτοιες ενοχές- που ενισχύουν τη φόρτισή τους και τους κάνει να ταυτίζονται μαζί του.

Το τέλος δεν το συζητώ, ίσως έτσι έπρεπε να κλείσει, ίσως αλλιώς, δεν έχω άποψη.

Η Μαρία Μαρκαντωνάντου έγραψε για το βιβλίο "Η ζωή είναι εδώ"

Στο πρώτο μυθιστόρημα της Νατάσας Ζαχαροπούλου: «Ίχνος κραγιόν η νύχτα» (1996) επισημάναμε αρετές όπως: ικανότητα σύνθεσης, νεύρο και τόλμη, αλλά και μια ευκολία γραφής που συχνά παρασύρει, μυθιστορηματική απόπειρα με τις συνήθεις αδυναμίες πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων.
Στο δεύτερο μυθιστόρημά της η Ν.Ζ., με πιο ώριμη ματιά, κάνει μια κατάδυση στο χάος της σύγχρονης μεγαλόπολης ανασύροντα πρόσωπα εγκλωβισμένα ανάμεσα στα θέλω τους και τα θέλω των γονιών τους ή και τις επιταγές της Ανάγκης, παρακολουθεί τον αγώνα και την αγωνία τους για μια έστω μικροαπόδραση, ως την έξοδο προς μια πιο ανθρώπινη εκδοχή, μέσα από το δικό τους , πρωτίστως, εσωτερικό προχώρημα.
Με όρους που τείνουν σιγά-σιγά να επικρατήσουν στο λεγόμενο « παγκόσμιο χωριό», οι ήρωες της Ν.Ζ. μοιάζουν δέντρα δίχως ρίζα βαθειά, αρπάζονται απ΄ό,τι βρουν, για να μη ξεριζωθούν, όπως είναι Διαδικτυακή δυνατότητα, η δήθεν ισχύς που εξασφαλίζει η μυστική συμμετοχή σε παράνομες πράξεις, η ψευδαίσθηση μιας υπερύπαρξης μέσω κερδοφόρων, για τους επιτήδειους, τελετών, πράγματα που συνιστούν, εν τέλει, έλλειμμα συλλογικής ταυτότητας.
Κατά τον γνωστό τρόπο, ο αφηγητής- συγγραφέας παρακολουθεί, κατά κεφάλαια, τους πρωταγωνιστές και τη ζωή τους, όπως αυτή εξελίσσεται σε δύο εικοσιτετράωρα, ενώ, με τη μέθοδο του συνειρμού ή της αναδρομής, ο αναγνώστης πληροφορείται σημαντικά γεγονότα που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά τους.
Η γραφή, κοφτή και ασθμαίνουσα- στους ρυθμούς της εποχής μας, αποτυπώνει δραστικά στάσεις και συμπεριφορές, σκέψεις και ψυχικές εντάσεις, σκιτσάρει με μαεστρία, σκιαγραφεί, ζωγραφίζει. Κάποτε χαλαρώνει κάπως, ρεμβάζει ή και επιδίδεται σε ποιητική απεικόνιση της πραγματικότητας, πράγμα που απογειώνει και ξεκουράζει.
Στον ζοφερό κόσμο του μυθιστορήματος, αντί για την επιδίωξη της προσωπικής ευτυχίας, μέσα από ένα στέρεο σύστημα αξιών, κυριαρχούν το κυνήγι της καριέρας και του ευδαιμονισμού, αντί για τον έρωτα ως σχέση ουσίας και πληρότητας, το σεξ και η λαγνεία, αντί για την αληθινή ανθρώπινη επαφή, η απρόσωπη συνεργασία που συχνά εκφυλλίζεται σε βάρβαρη μηχανιστική διαδικασία, καταστάσεις σαθρωτικές, ιδίως για τους νέους, που κυριολεκτικά πλαντάζουν για ομορφιά και αρμονία, αίσθηση δημιουργική και επικοινωνία.
Η Ν.Ζ., άνθρωπος της γενιάς των ηρώων της, γνωρίζει καλά τα μορφώματα αυτά του καιρού μας και, αν το μυθιστόρημά της έχει μια θέση στη λογοτεχνία, είναι ακριβώς αυτή: Ρίχνει φως σε σκοτεινούς λαβυρίνθους, εκθέτοντας με ρεαλισμό αλλά και ποίηση το έρεβος της ύπαρξής μας, όταν χάνει τον βηματισμό της, και παραπαίει επώδυνα.
Σ’ ένα τέτοιο ανθρώπινο τοπίο, το τρυφερό κομμάτι της ζωής εξεγείρεται διεκδικώντας τον ζωτικό του χώρο. Θα τον βρεί; Αυτό θα εξαρτηθεί από το βαθμό συνειδητότητας και τις ηθικές αντιστάσεις του καθενός.
Η συγγραφέας φαίνεται να πιστεύει πως, μ’ όλη τη στρέβλωση και την κακοποίησή της, η ζωή είν’ εδώ.


Μαρία Μαρκαντωνάτου

(Δημοσιεύεται στο περιοδικό Ομπρέλα, τεύχος 86, Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 2009)